- μεταλαμπάδευση
- η [μεταλαμπαδεύω]1. η μετάδοση φωτός από αναμμένη λαμπάδα2. μτφ. η μετάδοση τής γνώσης, τής σοφίας, τής παιδείας, τού πολιτισμού, η πνευματική διαφώτιση («η μεταλαμπάδευση τού ελληνικού πολιτισμού στη Δύση»).
Dictionary of Greek. 2013.